- ψεκαστήρας
- ο, και σπάν. τ. θηλ. ψεκαστήρα, η, Ν1. (γεωπ.) συσκευή χρησιμοποιούμενη στη γεωργία για τη διασπορά, σε σταγονίδια, υγρών προϊόντων, λ.χ. φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων2. τεχνολ. συσκευή για την εκτόξευση βαφής3. ιατρ. α) συσκευή κατάλληλη για την εκτόξευση θεραπευτικών ατμών ή νεφώνβ) συσκευή τοπικής αναισθησίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψεκάζω + επίθημα -τηρ(ας) (πρβλ. βρασ-τήρας). Η λ., στον λόγιο τ. ψεκαστήρ, μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Κ. Δαμβέργη].
Dictionary of Greek. 2013.